ομονομος

ομονομος
    ὁμόνομος
    ὁμό-νομος
    2
    управляющийся одинаковыми законами
    

(γένος Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ομονομος" в других словарях:

  • ὁμόνομος — under the same laws masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόνομος — (I) ὁμόνομος, ον (Α) αυτός που διέπεται από τους ίδιους νόμους ή αυτός που υπακούει στους ίδιους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νομος*]. (II) ὁμόνομος, ον (Α) αυτός που νέμεται, που βόσκει μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νομός /… …   Dictionary of Greek

  • ὁμόνομον — ὁμόνομος under the same laws masc/fem acc sg ὁμόνομος under the same laws neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνομοι — ὁμόνομος under the same laws masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»